ἀδιάλυτος — undissolved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλυτος — η, ο (Α ἀδιάλυτος, ον) [διαλύω] ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί νεοελλ. 1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος 2. άφθαρτος, ακατάλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλύω. ΠΑΡ. νεοελλ … Dictionary of Greek
αδιάλυτος — η, ο 1.αυτός που δε διαλύεται: Πολλά σώματα μένουν αδιάλυτα στο νερό. 2. αξεδιάλυτος, ανεξιχνίαστος: Μυστήριο αδιάλυτο σκεπάζει την υπόθεση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαλύτως — ἀδιάλυτος undissolved adverbial ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλυτον — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc sg ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτοις — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτου — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτους — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτων — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτῳ — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλυτα — ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)